Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

MAL WALDRON & STEVE LACY ζωντανοί στην Αμβέρσα

Το The Mighty Warriors / Live in Antwerp [Elemental Music, 2024] είναι ένα ακόμη άλμπουμ (διπλό LP και διπλό CD) με ηχογραφήσεις, ενός first class κουαρτέτου του οποίου ηγούνται δύο θρυλικές μορφές της τζαζ, ο πιανίστας Mal Waldron (1925-2002) και ο μάστερ του σοπράνο σαξοφώνου Steve Lacy (1934-2004). To live αυτό, που συνέβη στο De Singel Arts Center, στην Αμβέρσα του Βελγίου, στις 30 Σεπτεμβρίου 1995, είναι ανέκδοτο φυσικά, βρίσκοντας τους Waldron και Lacy σε φάση κουαρτέτουσχήμα, που το ολοκληρώνουν οι Reggie Workman μπάσο και Andrew Cyrille ντραμς. Οι φίλοι της τζαζ αντιλαμβάνονται, από την αναφορά των ονομάτων και μόνο, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σούπερ γκρουπ, με τέσσερις μουσικούς πολύ μεγάλης κλάσης, έτοιμους να προτείνουν ένα ρεπερτόριο αντάξιο της ιστορίας τους.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Waldron και Lacy, που τους ένωναν πολλά γύρω από την αισθητική της τζαζ, συνεργάζονταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50. Λέμε για το άλμπουμ “Steve Lacy Plays Thelonious Monk” [New Jazz, 1959], το οποίο φέρει εις πέρας το κουαρτέτο του Lacy, με τον Waldron στη θέση του πιανίστα. Φυσικά, μέσα στις δεκαετίες οι συνεργασίες των δύο υπήρξαν πάμπολλες και σίγουρα υπάρχουν καμιά 25αριά άλμπουμ, που μπορείς να τους ακούσεις μαζί. Ιδίως στη δεκαετία του ’90, όταν συνευρίσκονταν τακτικά, τους συναντάς και σε φάση ντούο, και σε τρίο, και σε κουαρτέτα.
Τους Waldron και Lacy, τους οποίους είχαμε δει και στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια, τους ένωναν πολλά, αλλά κυρίως η αγάπη τους για τις μουσικές του Monk. Και μάλλον δεν θα υπήρξε ποτέ περίπτωση να τους ακούσεις, οπουδήποτε, χωρίς να διασκευάζουν κάτι δικό του. Ο Monk, χοντρικά, ήταν εκείνος που θα καθόριζε την αισθητική τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τόσο ο Waldron, όσο και ο Lacy δεν ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους στην πορεία, αφού ο πρώτος, ένας τελείως «ανοιχτός» πιανίστας, θα συνεργαζόταν ακόμη και με ροκ συγκροτήματα, ενώ ο δεύτερος θα ένωνε τη δημιουργική τζαζ, με την ποίηση, το χορό κ.λπ. Όπως γράφει ο ντράμερ Andrew Cyrille σ’ ένα από τα κείμενα του booklet, από αφήγησή του τον Ιούλιο του ’23:
«Ο Mal ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική του Thelonious Monk και για τον τρόπο, που έπαιζε πιάνο ο Monk. Ο Monk ήταν stride πιανίστας, για να το πω έτσι (σ.σ. με δυνατό αριστερό χέρι, στυλ διαμορφωμένο μέσα στην περίοδο του ragtime), ερχόμενος από τη μεγάλη σχετική παράδοση. Δεν άκουσα ποτέ τον Mal να παίζει stride πιάνο, αλλά φαντάζομαι πως κάποια τέτοια στοιχεία υπήρχαν στο παίξιμό του. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Mal είπα μέσα μου πως ίσως δεν θα έχει τόσο ενδιαφέρον να παίξω μαζί του, επειδή τα περισσότερα από τα μοτίβα που χρησιμοποιούσε, ενώ ήταν άψογα μελωδικά, ήταν από ρυθμικής πλευράς κάπως επαναλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα, μερικές φορές να κατατείνουν σε συγκεκριμένα θέματα, κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού. Είχα δουλέψει με τέτοιους πιανίστες, όπως τον Cecil Taylor και τον Muhal Richard Abrams, που διέφεραν όμως στο παίξιμό τους από τον Mal. Το ενδιαφέρον μου σε σχέση με τον Mal δημιουργήθηκε, μόνο όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του, καθώς όσα έκανε με το πιάνο του ηχούσαν ενδιαφέροντα και προκλητικά για μένα. Ήμουν χαρούμενος, όταν ξεκίνησα να παίζουμε. Σαν μουσικός ήξερε πάντα τι ήθελε και ήταν πολύ συγκεντρωμένος, κάθε φορά, ώστε να το πάρει. Και αν έκανα κάτι που δεν ταίριαζε, με αυτό που είχε στο μυαλό του, ήταν πάντα εκεί για να μου το πει.(...) Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Steve Lacy, μέχρι να μας βάλει να συνεργαστούμε ο Mal. Και ο Steve, επίσης, ήταν θιασώτης του Monk. Πραγματικά, λάτρευε τη μουσική του! Έτσι, αυτοί οι δύο (ο Mal και ο Steve) είχαν κάτι κοινό. Δεν είχα ακούσει τότε τον Steve, αν και έπαιζε με τον Cecil Taylor (σ.σ. δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50), όμως ήξερα γι’ αυτόν. Αργότερα βέβαια τον είδα σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ο Mal μας έφερε μαζί. Με τον Reggie Workman συνεργαζόμαστε για πάνω από 35 χρόνια. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες, που έχω γνωρίσει. Ο Reggie είναι βαθιά στοχαστικός, σπουδαίος συνθέτης και μεγάλος μπασίστας. Η μουσική του δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Mal, αλλά αν του ζητήσεις να παίξει μια συγκεκριμένη μουσική, θα το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο».
Το πόσο μεγάλος μπασίστας είναι ο Reggie Workman το διαπιστώνεις από το πρώτο κιόλας track του 2CD, το 17λεπτο “What it is” του Waldron, εκεί όπου τον απολαμβάνεις σε καθαρό εκτεταμένο σόλο (χωρίς δοξάρι), ακολουθούμενο από ένα επίσης δυναμικό σόλο στα ντραμς από τον Cyrille. Φυσικά, όταν παίζουν και οι τέσσερις μαζί, με τον Lacy μπροστά και με τον Waldron ρυθμικά, ή οι τρεις τους (με τον Lacy απλώς ν’ ακούει) η δύναμη, ο παλμός και τα vibes που βγάζουν, σαν κουαρτέτο ή σαν τρίο, είναι ανυπολόγιστα – με τα ενδιάμεσα ενθουσιώδη χειροκροτήματα να αποτυπώνουν το πέρας κάθε μέρους. Φυσικά, ο Monk υπάρχει και εδώ (“Epistrophy”, “Monks dream”), όπως υπάρχει και ο Cecil Taylor στο καταιγιστικό 25λεπτο “Medley: Snake out / Variations on a theme by Cecil Taylor” (συνθέσεις του Waldron), που μετά από τη μέση του εξελίσσεται προς ένα σφόδρα συναισθηματικό, σχεδόν δραματικής έντασης πιανιστικό σόλο, πριν το τελικό ομαδικό, και σίγουρα, αποθεωτικό κλείσιμο.
Τρομερή η ηχογράφηση (τα audio tapes ήταν στην κατοχή του Patrick Wilen, γιού του σπουδαίου παριζιάνου σαξοφωνίστα Barney Wilen), σε μια ακόμη υψηλότατων στάνταρντ παραγωγή του Zev Feldman.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

P. THOMAS ενθυμήματα μιας παλιάς ποπ

Vintage με τον τρόπο του είναι το άλμπουμ Souvenirs of a Past Life [Inner Ear Records, 2024] του έλληνα τραγουδοποιού P. Thomas – και όταν λέμε με τον τρόπο του το εννοούμε.
Ο P. Thomas δεν έκανε ένα ρετρό LP, με ήχους του χθες, για να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση πως όλα ήταν ωραία (ή άσχημα) κάποτε, πότε(;), και πως σήμερα είναι απλώς χειρότερα και ασχημότερα. Δεν πρόκειται περί αυτού. 
Το “Souvenirs of a Past Life” δανείζεται κάποια electro ηχητικά μοτίβα από το χθες, για να περιγράψει ένα αστικό σήμερα, κάπως σαν σάουντρακ μιας ταινίας που εξελίσσεται σε μια σύγχρονη απροσάρμοστη πόλη, στα κλαμπ και τα μπαρ της, στα ημιφωτισμένα δωμάτια και τις σκοτεινές αλέες, διαποτισμένη από τους γρήγορους ρυθμούς, τη συναισθηματική υπερένταση, το υφέρπον άγχος και μια μυστηριώδη αχλή, που την διαπερνούν οι τρεμάμενες εκλάμψεις από επιγραφές νέον, και η οποία κάνει τα πρόσωπα να φαίνονται πιο ταπεινά, πιο καθημερινά, λιγότερο βασανισμένα και στο τέλος μια στάλα παραπάνω αισιόδοξα –για κείνο που τους περιμένει ή τους απομένει–, ξεκαθαρίζοντας τα αισθήματά τους ή αποκαλύπτοντας τον έρωτά τους.
Ένα τέτοιο patchwork αναμνήσεων, τοπίων και συναισθημάτων, που σχετίζονται με την πόλη, δεν θα μπορούσε να επενδυθεί καλύτερα παρά μόνο μ’ ένα κλασικό eighties electro, στιβαρό ρυθμικά και με μελωδίες απλές και επαναλαμβανόμενες, τοποθετημένες πάνω σε εξίσου απλά (αλλά δυναμικά) ρυθμικά μοτίβα, και με φωνές που να ακούγονται επεξεργασμένες, σαν να βγαίνουν όχι από κάποιο στόμα, αλλά από κάποια χαραμάδα της σκέψης ή της συνείδησης.
Το “Souvenirs of a Past Life” έχει, ευτυχώς, ένα μόνο ελληνόφωνο κομμάτι, το εισαγωγικό, καθώς όλα τα επόμενα αγγλόφωνα είναι εκείνα, που δείχνουν το ταλέντο του P. Thomas στην κατανόηση του eighties electro και του τρόπου λειτουργίας της αγγλικής γλώσσας, ως φορέα των συγκεκριμένων μηνυμάτων.
Όλα τα τραγούδια (και ορχηστρικά) του P. Thomas έχουν ενδιαφέρον, με το electro να κυριαρχεί φυσικά, με τις στρώσεις από πλήκτρα-σύνθια να τοποθετούνται και να αναπτύσσονται σωστά, με το spoken word (ακούμε έως και James Baldwin, σ’ ένα λόγο του περί πολιτικών αγώνων, δικαιωμάτων, παιδείας κ.λπ.) να είναι απολύτως λειτουργικό, με τους επιμέρους υπαινιγμούς από Tangerine Dream (στο “Souvenirs” π.χ.) να προσθέτουν σε θετικά vibes και με τις electro-punk αναφορές σε κομμάτια σαν τα “Streetwalker” και “A strange happenstance”, που έφερε στη μνήμη μου έως και πρώιμους Villa 21 (το ίδιο θα έλεγα και για το “A reminder”) να δυναμώνουν τα high-lights του δίσκου. Ενός δίσκου, που βασίζεται στο ισχυρό beat και στην αστείρευτη ενέργεια της παλιάς ποπ.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ο NOAH HAIDU σε στάνταρντ, μαζί με δύο «ιερά τέρατα» του ρυθμού, τον κοντραμπασίστα Buster Williams και τον ντράμερ Billy Hart

Άσσος πιανίστας, με έφεση στα tributes –τούτο διαφαίνεται από τα άλμπουμ του Standards” (2023), “Slowly: Song for Keith Jarrett” (2021) και “Doctone” (2020) το αφιέρωμά του στον πιανίστα Kenny Kirkland– ο Noah Haidu έχει τώρα έτοιμο το δεύτερο μέρος των στάνταρντ, που αποκαλείται απλώς Standards II [Sunnyside Communications, 2024] και στο οποίο συνεργάζεται με δύο «ιερά τέρατα» του ρυθμού, τον κοντραμπασίστα Buster Williams και τον ντράμερ Billy Hart.
Όπως γράφει ο ίδιος ο Haidu στις σημειώσεις του digipak θα ήταν ο Hart εκείνος που θα τον ρωτούσε για το αν είχε αποφασίσει να προσεγγίζει μόνον «πειραματικούς πιανίστες», όπως επίσης και για το αν θεωρούσε τον εαυτό του avant πιανίστα, καταλήγοντας ο Haidu πως αυτές οι ερωτήσεις είχαν το δικό τους ενδιαφέρον, επειδή προέρχονταν από έναν ντράμερ, που είχε συμπράξει κατά κόρον με μουσικούς της προχωρημένης τζαζ. Απλώς να προσθέσουμε, εμείς, πως και το “Standards” (2023) ήταν ένα «τζαρετικό» CD και άρα οι απορίες του Hart είχαν ένα νόημα.
Τώρα, όμως, όλα διευκρινίζονται και επεξηγούνται από την αρχή, καθώς ο Haidu στο δεύτερο άλμπουμ του με στάνταρντ αποδεικνύει πως είναι ένας πιανίστας και διασκευαστής all around, που δεν εμμένει μόνο στις προχωρημένες μορφές των piano-trios και πως είναι έτοιμος να προτείνει ένα νέο απολαυστικό CD, με εντελώς λυρικά και λαϊκά χαρακτηριστικά, επιλέγοντας στάνταρντ με γνώμονα αυτό ακριβώς. Να παρουσιάσει, εννοούμε, και το άλλο, το κρυμμένο πρόσωπό του.
Έτσι, εδώ έχουμε versions συνθέσεων των Harold Arlen (“Over the rainbow”), George Gershwin (“Someone to watch over me”), Freddie Hubbard (“Up jumped spring”), Pedro Flores (“Obsesión”), Henry Mancini & John Mercer (“Days of wine and roses”), Turner Layton (“After you’ve gone”) και Duke Ellington [“I got it bad (And that ain’t good)”], οι οποίες διαθέτουν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.
Φλογερό «εσωτερικά» παίξιμο, με πολύ συναίσθημα, σε καθόλου cool φάση, με το χρόνο να κυλάει συνήθως αργά, καθότι και οι διάρκειες είναι γενικώς μεγάλες (από 6:04 έως 11:53), με τις μελωδικές γραμμές να εμφανίζονται γεμάτες και πλήρεις, χτίζοντας ενίοτε κι ένα νεορομαντικό κλίμα. Ειδικά στο κομμάτι των Gershwins, που είναι χάρμα ώτων, με συνοδεία από τον Hart κυρίως με βουρτσάκια, και με τον Williams να γεμίζει απέριττα με το μπάσο του, αλλά με τρόπο εκπληκτικό – ιδίως μετά την μέση, όταν οι νότες του βγαίνουν μπροστά, στο ίδιο επίπεδο με το πιάνο. Μαγικό και το latin-jazzObsesión” εκεί στη μέση, που σε παρασύρει σ’ ένα διαρκές λίκνισμα, όπως και το σουινγκάτο “After youve gone”, που τρέχει με χίλια, διαθέτοντας και σόλο ντραμς από τον Hart.
Άλμπουμ που το απολαμβάνεις από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτό του είναι το “Standards II” του Noah Haidu και των κορυφαίων συνεργατών του.
Επαφή: www.noahhaidu.com

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Οι ταινίες του Γιώργου Ζερβουλάκου «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», από το 1974. Είχαν έξοχες μουσικές και τραγούδια, γραμμένα από τον Λίνο Κόκοτο.

Είναι αρκετά τα δυνατά σάουντρακ σε παλαιές και ξεχασμένες ελληνικές ταινίες, που παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, επειδή δεν δισκογραφήθηκαν – ή δισκογραφήθηκαν, κάποια ελάχιστα σε κάθε περίπτωση, κατόπιν εορτής, σε εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων, που προορίζονταν για τους συλλέκτες.  
Το θέμα με το σάουντρακ, γενικά, σχετίζεται με το γεγονός πως στην ολότητά του δεν είναι εύκολο να το παρακολουθήσεις κατά τη διάρκεια του φιλμ – για διαφόρους λόγους. Κατ’ αρχάς, γιατί η κυριαρχία της εικόνας είναι συνήθως τέτοια και τόση, επάνω του, με αποτέλεσμα να «μετακινείται» η μουσική σ’ ένα πιο πίσω επίπεδο. Έπειτα, γιατί διάφορα μέρη ενός σάουντρακ είναι «κρυμμένα» στην ταινία, σε χαμηλή ένταση, είτε γιατί ακούγονται κάτω από φωνές ή άλλους ήχους, είτε γιατί αποτυπώνονται συντομευμένα, επειδή ακολουθούν και αυτά τη διαδικασία του μοντάζ, για να μην αναφερθούμε σε περιπτώσεις (υπάρχουν τέτοιες και δεν είναι λίγες) όπου ένα μικρό ή και μεγαλύτερο μέρος μιας γραμμένης μουσικής μπορεί να απουσιάζει, παντελώς, από την ταινία.
Έτσι, η δισκογράφηση ενός σάουντρακ είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος αποτύπωσης της μουσικής, που έχει γραφτεί για μια ταινία, εκείνος που θα αναδείξει την κινηματογραφική δουλειά του συνθέτη – η οποία, αυτοδύναμη ή όχι, θα ακολουθήσει από ’κει και πέρα τη δική της διαδρομή.
Το κακό με τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδίως τον παλαιότερο, είναι πως ελάχιστα σάουντρακ έγιναν δίσκοι στην εποχή τους, ώστε να καταξιωθούν ως τέτοια, μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, έγιναν κάποιες προσπάθειες αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, αλλά και πάλι το υλικό που έχει μείνει πίσω, κρυφό και άγνωστο, είναι ανεπίτρεπτα πολύ. Για να μην πολυλογούμε... ένα χαμένο κι ένα κερδισμένο ελληνικό σάουντρακ θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια και φυσικά οι αντίστοιχες ταινίες.
Η σεζόν 1973-74 ήταν σχεδόν κακή για τον ελληνικό κινηματογράφο – όχι η χειρότερη της ιστορίας του, αλλά μία από τις χειρότερες. Η τηλεόραση έχει επιβληθεί ως οικογενειακό θέαμα απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, με αποτέλεσμα οι ταινίες που γυρίζονται να είναι, πλέον, το 1/3 εκείνων που γυρίζονταν στα χρόνια της «μεγάλης δόξας», στο μέσο του ’60, με τις περισσότερες απ’ αυτές, τις συντριπτικά περισσότερες, να είναι ερωτικού περιεχομένου, αφορώντας, στην ουσία, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. 
Δύο απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής, ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).
Ο Ζερβουλάκος δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Όπως διαβάζουμε σ’ ένα μικρό βιογραφικό του, που υπάρχει στο βιβλιοnet: «Ο Γιώργος Ζερβουλάκος γεννήθηκε το 1933, στο Γεράκι της Λακωνίας. Έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μεγάλου μήκους: “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Το σπίτι της Ηδονής” (σ.σ. σπουδαία!), “Υποβρύχιο Παπανικολής”, “Λυσιστράτη” (σ.σ. έχουμε γράψει τα σχετικά εδώ στο LiFO.gr), “Το Σπίτι στους Βράχους”, “Γυμνοί στο Χιόνι”, “Το Γυμνό Κεντρί”, “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”. Έχει κάνει επίσης τις παραγωγές στις ταινίες “Άρης Βελουχιώτης: Το Δίλημμα” (σκ. Φώτος Λαμπρινός), “Ρεμπέτικο” και “Oh Babylon” (σκ. Κώστας Φέρρης) και “Ο Σταύρος Ξαρχάκος στα Μετέωρα” (σκ. João Correa). Έχει παράγει και σκηνοθετήσει πάνω από 200 πολιτικά, ιστορικά, κοινωνικά και τουριστικά ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση. Έχει γράψει τα βιβλία “Η Βασίλισσα των Τζιτζικιών” και “Εν Τριπόλει 1949”».
Και στις δύο αυτές ταινίες, τις «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», ο Ζερβουλάκος επιχείρησε να προσδώσει μία αισθητική οντότητα και απ’ αυτή την άποψη θα λέγαμε πως (οι ταινίες του) ξεχωρίζουν, μέσα στο πλαίσιο του «ρεαλιστικού κινηματογράφου» της εποχής. Γι’ αυτές ακριβώς τις ταινίες ο σημαντικός συνθέτης του «έντεχνου» Λίνος Κόκοτος θα ετοίμαζε δύο έξοχα σάουντρακ, ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσε σε δίσκο βινυλίου πολλά χρόνια αργότερα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Μιλώντας, κατά πρώτον, για τον Κόκοτο, οφείλουμε να πούμε πως αναφερόμαστε σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους «έντεχνους» συνθέτες-τραγουδοποιούς μας, που θα εμφανίζονταν μετά το μέσο του ’60. Όλοι γνωρίζουν το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε, το περίφημο «Μικρό παιδί» (1966), σε στίχους Αργύρη Βεργόπουλου, με τον Γιώργο Ζωγράφο – τραγούδι που άνοιξε το δρόμο, στον Κόκοτο, προσφέροντας, περαιτέρω, μεγάλη ώθηση σ’ εκείνο που αποκαλούμε Νέο Κύμα.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν από την αρχή της διαδρομής του (1967), ο Κόκοτος έρχεται σε επαφή με τον κινηματογράφο, καθώς μουσικές και τραγούδια του (ερμηνευμένα πάντα από τον Ζωγράφο) ακούγονται στην ενδιαφέρουσα κοινωνική ταινία «Ο Πουλημένος Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου (που διέθετε, ανάμεσα σε άλλα, και ουσιαστικό γκέι ρόλο). Θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη συνεργασίες του στο σινεμά (στην «Βαβυλωνία» π.χ. του Γιώργου Διζικιρίκη), πριν φθάσουμε στο 1974 και στα σάουντρακ για τις ταινίες του Ζερβουλάκου, που εδώ μας ενδιαφέρουν.
Ο Κόκοτος είχε δείξει από το ξεκίνημά του, φυσικά, τις δικές του συνθετικές ποιότητες. Πηγαίος μελωδός, καταγράφει στίγμα διακριτό από πολύ νωρίς. Πολλά από τα τραγούδια του χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση... θαλασσινής αύρας, παρότι ο ίδιος δεν είναι θαλασσινός (αφού είναι γεννημένος στο Αγρίνιο, το 1945), εκπέμποντας μια αμεσότητα και μια οικειότητα, που τα κάνει αμέσως αγαπητά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του, οι περίφημες «Ώρες» [Lyra, 1969], είναι ένας από τους κορυφαίους του «έντεχνου» τραγουδιού μας, μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, ενώ ακόμη και οι πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι άξιες λόγου κι έχουν πράγματα να πουν.
Με αυτά τα φυσικά και τεχνικά προσόντα, ο Λίνος Κόκοτος δεν θα ήταν δύσκολο να διαπρέψει και στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει, βασικά, αλλά όχι μόνο, μ’ αυτά τα δύο σάουντρακ των ταινιών του Γιώργου Ζερβουλάκου.
Δύο απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής, ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).. 

Η συνέχεια εδώ...

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 571

20/4/2024
Τις προάλλες ένας φίλος στο μέσεντζερ, με αφορμή ένα προηγούμενο ποστ (4 Απριλίου) για το βιβλίο μου «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου», που πρόκειται να εκδοθεί από τα LiFO Books, μου ευχήθηκε... άντε με το καλό κι ένα βιβλίο για ξένες ταινίες. Εκείνη την ώρα δεν το συνειδητοποίησα, αλλά μετά άρχισα να ψάχνω τα κείμενα που έχω κάνει για ξένες ταινίες-παραγωγές κ.λπ. (ορισμένες έχουν σχέση και με την Ελλάδα) και εντόπισα ουκ ολίγα πρωτότυπα και ενδιαφέροντα. Αν και μπορεί να μου έχουν ξεφύγει κάποια, τα βασικά είναι αυτά. Και βεβαίως κατέγραψα τα μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα, γιατί υπάρχουν και άλλα μικρότερα...
Τα περισσότερα είναι γραμμένα για το LiFO.gr, αλλά υπάρχουν και από το δισκορυχείον ορισμένα ή και από το Yellow Box κανα-δύο...
1. Escalation: Μια cult ιταλική ταινία της ψυχεδελικής εποχής με μουσική του Ένιο Μορικόνε
2. Όταν η αξιαγάπητη Ιταλίδα ηθοποιός Σάντρα Μίλο περιπλανιόταν στην Αθήνα την άνοιξη του 1967
3. Ο Παζολίνι, το «Σαλό» και η Ελλάδα
4. Η Ράκελ Γουέλς είχε γυρίσει ταινία στην Κύπρο το 1970, με μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου
5. CAN: Το μεγάλο γερμανικό συγκρότημα του ροκ και η σχέση του με τον κινηματογράφο
6. Η Monica Vitti ως κατάσκοπος Modesty Blaise στην ομώνυμη ταινία του Joseph Losey, από το 1966
7. Ρόμι Σνάιντερ: Η «ελληνική» ταινία της «Μια Γυναίκα στο Παράθυρο» από το 1976
8. Βαγγέλης Παπαθανασίου οι συνεργασίες του με τον γάλλο σκηνοθέτη Henry Chapier για τα σάουντρακ των ταινιών “Sex-Power” (1970), “Salut, Jerusalem” (1972) και “Amore” (1974)
9. Γέρζι Σκολιμόφσκι: Ο πολωνός σκηνοθέτης που αγάπησε την τζαζ
10. Τι είδε η Ροζίτα Σώκου στο Χόλλυγουντ, το 1969;
11. Τι είδε η Ροζίτα Σώκου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, το 1966;
12. «Ο Δρόμος της Κορίνθου»: Η ταινία κατασκοπείας του Κλοντ Σαμπρόλ είχε γυριστεί στην Ελλάδα το 1967
13. Η ταινία Woodstock στην Ελλάδα, επί δικτατορίας – όσα δεν γράφτηκαν ακόμη...
14. H ταινία “Summer Holiday” (1963), με τις μουσικές και τα τραγούδια των περίφημων Cliff Richard and The Shadows, είχε γυριστεί και στην Ελλάδα
15. H ταινία «Marketa Lazarová», από το 1967, έχει ψηφιστεί ως η κορυφαία του τσέχικου κινηματογράφου
16. H σπάνια γαλλική ταινία «Τα Σκυλιά της Νύχτας» με την Ξένια Καλογεροπούλου και τη Ζέτα Αποστόλου
17. «Καραβάτζιο»: Ένα παντοτινό αριστούργημα εικόνων και ήχων
18. Vassili Karis: Ο Πατρινός ηθοποιός που πρωταγωνιστούσε σε ιταλικά γουέστερν των '70s
19. Η απρόβλεπτη κινηματογραφική συνεύρεση Νίκου Κούρκουλου και Τζων Κασσαβέτη στην ταινία “Rome comme Chicago” του Alberto De Martino
20. Φρανσουάζ Αρντί: η Γαλλίδα πρωταγωνίστρια της ταινίας «Μια Σφαίρα στην Καρδιά» του Jean-Daniel Pollet, που γυριζόταν στην Ελλάδα το 1965
21. Ο Ένιο Μορικόνε και η καλλιτεχνική σχέση του με την Ελλάδα
22. Ο θαυμασμός του Μάνου Χατζιδάκι για τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι
23. Όταν ο «γάλλος Ντύλαν» Hugues Aufray τραγουδούσε Γιάννη Σπανό
24. Κώστας Γαβράς και Μίκης Θεοδωράκης σε «Κατάσταση Πολιορκίας»: μια ταινία των '70s που έγραψε ιστορία
25. Η άγρια δολοφονία της Σάρον Τέιτ «κάποτε... στο Χόλιγουντ»
26. Όταν ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό που γεννήθηκε σαν σήμερα ήρθε στην Ελλάδα για τα γυρίσματα της ταινίας «Le Casse» του Henry Verneuil
27. «Σατυρικόν»: 50 χρόνια από τη θρυλική ταινία του Φελίνι, με αφορμή την επέτειο γέννησής του
28. Vangelis – Ridley Scott – Blade Runner
29. H Ζαν Μορό στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1965
30. Η ταινία του Roger Vadim Επικίνδυνες Σχέσεις από το 1959 και το απίθανο τζαζ σάουντρακ του Thelonious Monk, που ήταν ανέκδοτο μέχρι σήμερα!
31. Deliverance: το οικολογικό θρίλερ του Τζον Μπούρμαν, αγέρωχο και επίκαιρο 45 χρόνια μετά
32. Η βαθιά αποκρυφιστική ροκ ιστορία του Kenneth Anger, του θρυλικού σκηνοθέτη του underground
33. Οι Werner Herzog και Florian Fricke στην Ελλάδα του ’68
34. Μπρους Λι: Μικρή ωδή στις ικανότερες γροθιές του Κουνγκ Φου
35. Το θρυλικό επτάλεπτο μονοπλάνο του Μικελάντζελο Αντονιόνι στο «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ»
36. Ισχυρό horror icon, αλλά και συνθέτης σάουντρακ των ταινιών του: αυτός είναι ο πολυσχιδής John Carpenter
37. Οι Thunderclap Newman, η μούφα ταινία «Φράουλες και Αίμα» και άλλα ενδιαφέροντα…
38. Το έργο του κορυφαίου Ιταλού συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής Piero Piccioni
39. Όταν ο Ένιο Μορικόνε έγραφε μουσική για την ταινία της Τσιτσιολίνα που γυρίστηκε στην Ελλάδα
40. Είναι το “The Wicker Man” η κορυφαία ταινία του Christopher Lee; Οπωσδήποτε ναι!
41. Οι μουσικές του J. A. Caesar για ταινίες του Σούζι Τεραγιάμα
42. Sacco e Vanzetti (1971) του Giuliano Montaldo.
43. Η ιστορία του μεγάλου πολωνού συνθέτη και τζαζ πρωτοπόρου Krzysztof Komeda

19/4/2024
Είναι τιμή, για μένα, να είμαι φίλος με τον Λίνο Κόκοτο εδώ μέσα...
https://www.youtube.com/watch?v=eLE-TxvqYvA

18/4/2024
Α ρε Τόνυ... άφησες την πατρίδα σου, για να έρθεις να διδάξεις το μπελκάντο στους γκαγκάρους...
https://www.youtube.com/watch?v=0y7EvfqrFNU

17/4/2024
Τρομερό τραγούδι, από την εποχή του Ζηλωτή. Νίκο ζούμε για να σ' ακούμε...
https://www.youtube.com/watch?v=qzeKHuikbgU

15/4/2024
Τις επόμενες μέρες, πριν ή αμέσως μετά από το Πάσχα, η νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο», στο Όγδοο, με θέμα την ελληνική ροκ δισκογραφία, θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία (κανονικά και ηλεκτρονικά).
Όσοι και όσες έχουν ή ξέρουν την πρώτη έκδοση από το 1996 καλύτερα να την ξεχάσουν, αφού το νέο βιβλίο θα είναι σχεδόν διπλάσιο σε όγκο (370 σελίδες), με νέα κεφάλαια και φοβερές εκπλήξεις, σε κείμενα και φωτογραφίες, ενώ θα έχει και εντελώς διαφορετικό εξώφυλλο.
Επειδή όσοι αγοράζουμε δίσκους πολλές φορές αγοράζουμε επηρεασμένοι και από το εξώφυλλο (συμβαίνει αυτό) λέω πως το νέο «Ραντεβού στο Κύτταρο» θα αγοραστεί και μόνο για το εξώφυλλό του. Όλοι και όλες οι fans θα θέλουν να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους! Και είναι τιμή για μένα, που θα έχω εξώφυλλο στο βιβλίο μου κάτι από έναν θρυλικό artist.
Δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερα, τώρα. Όταν το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο, τότε θα ανεβεί και το cover ώστε να μπορείτε άμεσα να το αγοράσετε.

15/4/2024
Χαίρομαι, γιατί κάτι τέτοια τραγούδια δεν τα έχουν ανακαλύψει ακόμη οι επιτήδειοι, για να τα ξεπουπουλιάσουν... Λάκης Αλεξάνδρου... 
https://www.youtube.com/watch?v=iZMYXJS4Qbk

15/4/2024
Το βασικό πρόβλημα με το «Μουσικό Κουτί» ήταν –πέρα από τον τελείως αντι-τηλεοπτικό και βαρετό παρουσιαστή και την ακατάλληλη παρουσιάστρια–, ότι επικρατούσε η τάση τα κάθε λογής τραγούδια να εμφανίζονται «πειραγμένα», άλλοτε ψευτοτζάζ, άλλοτε ψευτορόκ και τα λοιπά. Δηλαδή είχαμε μουσικούς, που ακολουθούσαν τη γραμμή να βγαίνουν αυτοί μπροστά αντί για τα ίδια τα τραγούδια.
Μπορεί κάποτε αυτό, πριν από 2-3 δεκαετίες, να είχε ένα νόημα, σ’ ένα στυλ παιγνιδιού, αλλά τώρα έχει παλιώσει το κόλπο, είναι εκνευριστικό συνάμα και επιπλέον δεν προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό.
Θέλω να πω πως ένα λαϊκό τραγούδι έχει νόημα να ακούγεται σαν λαϊκό (και όχι σαν ρέγκε, τζαζ, με ηλεκτρονικά κτλ.), ένα «έντεχνο» να ακούγεται σαν «έντεχνο» (και όχι σαν έθνικ ή φιούζον), ένα τζαζ σαν τζαζ, ένα ροκ σαν ροκ κ.ο.κ.
Πρέπει να αφήσουμε τα «πειράματα» αυτού του τύπου κατά μέρος, και γιατί έχουν γίνει όλα τα δυνατά (τις πιο πολλές φορές με μέτρια ή και με κακά αποτελέσματα), και γιατί υπάρχει η ανάγκη να ανακαλυφθεί ξανά η ουσία ενός τραγουδιού και όχι να επιχειρούμε να διαμορφώσουμε έναν τρέχοντα τύπο του, για να το «πουλήσουμε» καλύτερα στο τηλεοπτικό κοινό.
Είναι κι άλλα, αλλά δεν έχω χρόνο τώρα να τα αναπτύξω...

15/4/2024
Παιδιά ο Φέρτης δεν τραγουδάει στο «Σαν με κοιτάς», στο «Εκείνο το καλοκαίρι» του Γεωργιάδη. Στην ταινία τραγουδάει ο Fefe (με την Αφροδίτη Μάνου). Ο Φέρτης τραγουδάει μόνο στον δίσκο του Σπανού. Προσέξτε τα αυτά (το έχω δει από χθες να γράφεται πολλές φορές), γιατί είναι κρίμα...

14/4/2024
Δεν κάνω πλάκα και το λέω με πάσα ειλικρίνεια. Το τελευταίο 45άρι που αγόρασα, και μάλιστα με το εξώφυλλό του, ήταν αυτό εδώ – και τον λόγο θα τον μάθετε κάποτε... (Δυστυχώς ή ευτυχώς τα κείμενα δεν γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού. Θέλουν μέρες, μήνες ή και χρόνια ακόμη...).
Στη μνήμη του αληθινά σοβαρού ηθοποιού Γιάννη Φέρτη...

13/4/2024
Μετώκησε πολύ νωρίς εις άγνωστη διεύθυνση. Τι αδικία! Τι κορίτσι! Τι τραγουδίστρια!
https://www.youtube.com/watch?v=yD1EQVwxFtw

12/4/204
Τι Κέηβ ρε τώρα και σαχλαμάρες; Εδώ είναι Μπαλκάνια... Κάντε ρε ένα αφιέρωμα στο μεγάλο στιχουργό Σάκη Καπίρη, να τον μάθει ο κόσμος - τον οποίο δεν ξέρει κανείς, ούτε είχε δει ποτέ φωτογραφία του, πριν ανεβάσω εγώ μία...
Μπορεί ρε να γράψει τέτοια λόγια ο Κέηβ;
«Αγάπες μου περαστικές, αγάπες μου χαμένες / όμορφες σαν τις Κυριακές, χαρές μου περασμένες / κι όμως σας φέρνω πλάι μου, στις ώρες που βραδιάζει / στη στάχτη των ονείρων σας, που κάποιο δάκρυ στάζει».
«Χωρίς την αγάπη σου θα ήμουνα μόνος / η πίκρα θα μ’ έπνιγε, το δάκρυ, ο πόνος / εσύ με οδήγησες στης γης την ελπίδα / του κόσμου το νόημα στα μάτια σου είδα».
«Απόψε μιλώ με τη σκιά σου / σε κάποιο κέντρο που καθόμαστε μαζί / απόψε πίνω μόνος σε μιαν άκρη / κι η θύμησή σου ξαναζεί».
«Αδυναμία μου μεγάλη, αρρώστια μου παντοτινή / χωρίς εσένα δεν θα ζούσα, στον κόσμο αυτό ούτε στιγμή».

12/4/2024
Τι να μας πει τώρα από country η Beyoncé, όταν έχουμε τη Δούκισσα;
https://www.youtube.com/watch?v=RoHEdQM9tZM

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

NATSUKI TAMURA / JIM BLACK ντούο για τρομπέτα και ντραμς σε σκληρό improv πλαίσιο

Για τον ιάπωνα τρομπετίστα, συνθέτη και βασικά αυτοσχεδιαστή Natsuki Tamura δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω εδώ, καθώς έχουμε αναφερθεί σ’ αυτόν δεκάδες φορές στο blog – είτε ως βασικό συνεργάτη τής (και συζύγου του) Satoko Fujii είτε ως μέλος άλλων πρότζεκτ (σόλο, ντούο κ.λπ.).
Στο παρόν CD ο Tamura συνεργάζεται ξανά με έναν παλαιό συνοδοιπόρο του, τον ντράμερ Jim Black, τον οποίον πολλοί, ή κάποιοι τέλος πάντων, θα τον ξέρουν ως ντράμερ των Pachora (ενός balkan-jazz γκρουπ από τα 90s, με δυνατές κυκλοφορίες στην Knitting Factory). Tamura και Black είχαν συνεργαστεί σε σχήμα duo, για πρώτη φορά, το 1999, στο ολλανδικό CDWhite & Blue” [Buzz-Records], ενώ υπάρχουν καταγραμμένες και άλλες συνεργασίες τους, μέσα όμως από ευρύτερα σχήματα (Satoko Fujii Four κ.λπ.). Έτσι, 25 χρόνια μετά από το “White & Blue”, μια νέα συνύπαρξή τους, σε σχήμα ντούο, βρίσκεται τώρα στην αγορά, η ονομασία της οποίας είναι NatJim [Libra Records, 2024].
Σ’ αυτό το CD με τα εννέα tracks, που είναι ηχογραφημένο σ’ ένα στούντιο της Βέρνης (Ελβετία) τον Νοέμβριο του ’23, ο Tamura χειρίζεται τρομπέτα και τραγουδά με τον δικό του τρόπο (σε δύο tracks), ενώ ο Black είναι πίσω από τα ντραμς (δίχως να χειρίζεται κάποια άλλα κρουστά). Όπως γράφει η Satoko Fujii στο δίγλωσσο (ιαπωνικά-αγγλικά) ένθετο:
«Τον Νοέμβριο του ’23 ήμουν σε περιοδεία, στην Γαλλία, με το Trio San (σ.σ. ένα γυναικείο σχήμα, για το οποίο έχουμε γράψει στο blog), με τον Natsuki Tamura να κατευθύνεται προς την Βέρνη, για να ηχογραφήσει με τον Jim Black. Ο Tamura δεν είναι σαν κι εμένα. Εκεί όπου εγώ τείνω να αναλαμβάνω διάφορα πρότζεκτ, σε διαφορετικούς τόπους, αυτός σπάνια απομακρύνεται, εκτός αν θέλει πραγματικά να κάνει κάτι δικό του. Και για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο αυτό “το δικό του” είναι συχνά ένα ντούο του με ντράμερ».
Το έχει δουλέψει πολύ καλά μέσα στα χρόνια το ντούο τρομπέτα-ντραμς ο Tamura, δείχνοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη δύσκολη συνεργασία, την οποία έχει εξελίξει φυσικά, προς κάτι σύνθετο, απαιτητικό και ολοκληρωμένο.
Δίχως να χρησιμοποιεί έξτρα βοήθειες, στουντιακές, ηλεκτρονικές κ.λπ. και με γνώμονα το πάντα εκρηκτικό παίξιμό του στην τρομπέτα, με τις όποιες εμβόλιμες λυρικές προεκτάσεις, που ενίοτε ξεφεύγει σε κάτι απροσδιόριστο ηχητικά (ακόμη και η χρήση της φωνής δρα σαν επέκταση του κλίματος, που δημιουργεί η τρομπέτα), ο Tamura θα βρίσκεται πίσω και από κομμάτια πιο συμβατικά, σαν το εισαγωγικό “Morning city”, αλλά και (πίσω) από περισσότερο δύστροπα και δύσκολα, σαν τα “City of night” και “Bright city” – με τον Jim Black να είναι επίσης καταιγιστικός, με συνεχείς ρούλους και απρόσκοπτη χρήση μπότας (σε λίγα κομμάτια θα τον ακούσεις, ας πούμε, να παίζει μόνο με τα πιατίνια ή να χειρίζεται τα ντραμς σαν περκάσιον), αφήνοντας το πάθος, την ένταση και τη δύναμη να καθορίσουν εκείνες την πορεία της ηχογράφησης (μέσα, συγχρόνως, από αλλαγές σε tempi και ρυθμούς).
Φυσικά, το NatJim” δεν είναι ένα απλό άλμπουμ, καθώς απευθύνεται στους φίλους της avant jazz και του creative improv – αλλά αυτό, όπως και να το κάνουμε, πέρα από αναμενόμενο είναι και το επιθυμητό στην περίπτωσή τους.
Επαφή: www.natsukitamura.com

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

CANNONBALL ADDERLEY burnin’ in Bordeaux: Live in France 1969

Αντλημένο από τα αρχεία του INA και ηχογραφημένο για το ORTF, σε αρχική παραγωγή του André Francis και σημερινή του Zev Feldman, ένα δεύτερο ανέκδοτο live του Cannonball Adderley έρχεται να προστεθεί σ’ αυτή την εντυπωσιακή σειρά της Elemental Music. Ηχογραφημένο στο Alhambra Theatre του Μπορντό, στις 14 Μαρτίου 1969, το “Burnin’ in Bordeaux” (2024), που κυκλοφορεί σε 2CD και 2LP, εμφανίζει το κουιντέτο με λίγο αλλαγμένη σύνθεση, καθώς σ’ αυτό ακούμε τους Julian “Cannonball” Adderley άλτο σαξόφωνο, Nat Adderley κορνέτα και Roy McCurdy ντραμς, ενώ στη θέση του πιανίστα συναντάμε τώρα τον Joe Zawinul και σ’ εκείνη του μπασίστα τον Victor Gaskin
Το υλικό και εδώ θα το χαρακτήριζες κλασικό. Υπό την έννοια πως υπάρχουν πολλές συνθέσεις του Zawinul (“The scavenger”, “Experience in E”, “Walk tall”, “Mercy, mercy, mercy” και “The scene”, γραμμένη από κοινού με τον Nat η τελευταία), στάνταρντ σαν το “Manhã de carnaval” ή το “Somewhere” (του Leonard Bernstein), παλαιότερα tracks από το ρεπερτόριο του κουιντέτου σαν το “Why am I treated so bad” (του Pops Staples) και ακόμη τον θρυλικό ύμνο του hard bop “Work song” (του Nat) σε μια κομπλέ 10λεπτη εκτέλεση, και όλα αυτά μαζί με συνθέσεις του Duke Ellington (“Come Sunday”) και του Dizzy Gillespie (“Blue ‘n’ boogie”).
Το διάστημα που χωρίζει το παρόν live στο Bordeaux, από εκείνο στο Olympia του Παρισιού, τρία χρόνια αργότερα, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί ο Zawinul να είναι πρώτα πιανίστας και μετά ηλεκτρικός πιανίστας (σε σχέση με τον George Duke) –αν και στο “Why am I treated so bad” τα σπάει ως ηλεκτρικός–, αλλά επί της ουσίας τα θέματα δεν μπορεί παρά να παίρνουν φωτιά από το άλτο του Cannonball και την κορνέτα του Nat, δίχως τούτο να σημαίνει πως και το rhythm section των Gaskin-McCurdy δεν είναι εντυπωσιακό, όπου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, βγαίνοντας άλλοτε μπροστά (όπως στο λυρικότατο “Manhã de carnaval”) και άλλοτε οδηγώντας το ρυθμό, σε κάθε μέτρο αυτού του καταπληκτικού live. Όπως είχε πει και ο πιανίστας Hal Galper (συνέντευξη στον Zev Feldman, από τον Οκτώβριο του ’23), μετέπειτα μέλος της μπάντας του Cannonball Adderley:
«Ο Cannonball υπήρξε πρότυπο, για κάθε αλτίστα μετά απ’ αυτόν. Ποιος άλλος ήταν τόσο ικανός σε κάθε πτυχή της μουσικής, στο γράψιμο, στο παίξιμο και την ενορχήστρωση; Η μαεστρία του Cannonball στο άλτο ήταν εκπληκτική, αλλά παράλληλα εκπληκτικός ήταν και ο δυνατός ρυθμός του. Τα σχήματά του ήταν πραγματικά σφιχτά – με τους παίκτες να κρατάνε το beat όλη την ώρα, χτυπώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Και όταν ήμουν στο συγκρότημά του, μου πήρε ένα χρόνο για να καταλάβω πού ήταν αυτό το σημείο, καθώς χτυπούσα ένα ακόρντο άλλοτε λίγο νωρίτερα και άλλοτε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε οδηγός γι’ αυτό – έπρεπε μόνος σου να το αντιληφθείς. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει απ’ αυτό το συγκρότημα είναι να μπορώ να παίζω με άλλους μουσικούς, που να έχουν ισχυρό beat. Αλλά, δυστυχώς, τούτη είναι μια τέχνη που πεθαίνει πια...».
Επαφή: https://www.elemental-music.com/

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ συμπόσιο

Είναι το τρίτο άλμπουμ του τραγουδοποιού Γιάννη Χαλκιαδάκη, για το οποίο γράφουμε στο blog. Λέγεται «Συμπόσιο» [ArtPath, 2024] και ακολουθεί τα «Παραμυθάς» (2022) και «Μύστες» (2019). 
Η τραγουδοποιία του Χαλκιαδάκη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς είναι κρητικο-γενής. Είναι επηρεασμένη, εννοούμε, σε κάθε διάστασή της, από την κρητική παράδοση. Και όταν λέμε «σε κάθε διάστασή της» εννοούμε και στις συνθέσεις, και στα λόγια, και στις ερμηνείες, και στις ενορχηστρώσεις. Όμως κι εκείνο το «κρητική παράδοση» επιζητά μια διευκρίνιση, καθότι οι σχετικές επιρροές μπορεί να εκκινούν από την ενετοκρατία, και να φθάνουν μέχρι τον Καζαντζάκη, τους Ξυλούρηδες, και το «έντεχνο» τραγούδι κρητών συνθετών – παλαιότερο και πιο καινούριο. Γενικώς η Κρήτη είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί με κάθε τρόπο στο «Συμπόσιο», οπότε κι ένας διεθνής χαρακτηρισμός τού τύπου cretan-folk δεν θα ήταν άστοχος του γενικότερου ακούσματος.
Τα τραγούδια του Χαλκιαδάκη είναι κάτι παραπάνω από συμπαθητικά – είναι αυτό που λέμε «καλά τραγούδια», προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρειά τους. Ίσως μάλιστα αυτή η υπερ-προσοχή, ώστε να μην λοξοδρομήσουν και να μην «αλητέψουν» προς άλλες κατευθύνσεις οι κρητικές αναφορές να είναι ένα από τα (καλυμμένα) μειονεκτήματα του άλμπουμ – ένα άλμπουμ, που αναπτύσσεται σαν κέντημα, με κάθε βελονιά να είναι στη θέση της, αφού δεν επιτρέπονται τα «λάθη», με τα μοτίβα να επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια.
Περαιτέρω παρατηρείται μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου, επηρεασμένη και αυτή από τον Καζαντζάκη ας πούμε, αλλά και από μια φολκλορική αντίληψη, που θέλει το σύγχρονο κρητικό τραγούδι να υπακούει σε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – ανάμεσά τους η χρήση του μύθου, η παραβολή, ο διδακτισμός, η διασαφήνιση της ντοπιολαλιάς και άλλα διάφορα.
Βεβαίως ο Γιάννης Χαλκιαδάκης είναι ένας σεμνός και σοβαρός τραγουδοποιός, και μέσα σ’ αυτό το χώρο που κινείται, επιχειρεί να μεταφέρει με έναν τρόπο λυρικό, και βαθιά συναισθηματικό οπωσδήποτε, το τι σημαίνει για κείνον η Κρήτη – και αυτό το κάνει σίγουρα, με γνώση και της παράδοσης και του τρόπου παρουσίας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Βεβαίως η τολμηρότητα (αν υπήρχε) σε κάθε επιμέρους κομμάτι τής δημιουργίας των τραγουδιού του θα προσέδιδε περισσότερα credits στον δίσκο, συνολικά, αλλά ok... το «Συμπόσιο» παραμένει ένας καλό και μετρημένο άλμπουμ «έντεχνου» κρητικού τραγουδιού, με ωραίες μελωδίες, ενορχηστρώσεις και αξιοπρόσεκτα κομμάτια σαν τα «Μονομάχος», «Ξόρκια», «Συμπόσιο» και ορισμένα ακόμη.  
Την ενορχήστρωση, περαιτέρω, έχει επιμεληθεί η Αρετή Κοκκίνου (η ίδια παίζει επίσης κιθάρες και μαντολίνο), με τα ηχοχρώματα από βιολιά, βιολοντσέλο, φλάουτο, κοντραμπάσο, ακορντεόν, κρουστά, λύρα και τζουρά να δίνουν πνοή στο «Συμπόσιο», στο οποίο τραγουδούν, πέρα από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, οι Καίτη Κουλλιά, Θέλμα Καραγιάννη και Πάνος Μπούσαλης. Ωραία είναι, επίσης η συσκευασία, σ’ ένα μικρού σχήματος βιβλίο, με τα εικαστικά του Σταύρου Χαμπάκη να προσθέτουν στο συνολικό πακέτο.
Επαφή: www.artpath.gr

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

CANNONBALL ADDERLEY poppin’ in Paris: live at L’Olympia 1972

Τεράστια μορφή της τζαζ ο άλτο σαξοφωνίστας βασικά JulianCannonballAdderley (1928-1975), που έζησε μόλις 47 χρόνια, συλλαμβάνεται εδώ σ’ ένα πρώτης κλάσης live-set, ανέκδοτο έως σήμερα, βγαλμένο από τα αρχεία του γαλλικού INA (Institut National de L'Audiovisuel) και ηχογραφημένο για το ORTF (Office de Radiodiffusion - Télévision Française). Το live, που τυπώνεται τώρα (2024) για πρώτη φορά από την Elemental Music / ina συνέβη στο Olympia του Παρισιού, στις 25 Οκτωβρίου 1972, με τον Cannonball Adderley να τον συνοδεύουν ο αδελφός του Nat Adderley (1931-2000) στην κορνέτα, ο πιανίστας-ηλεκτρικός πιανίστας George Duke (1946-2013), ο μπασίστας Walter Booker και ο ντράμερ Roy McCurdy.
Η ιστορία του μεγάλου αδελφού
Adderley υπήρξε τρανή – καθώς αρκεί μόνο να σκεφθούμε πως υπήρξε μέλος των σχημάτων του Miles Davis, στα ακρογωνιαία LP για την τζαζ, και τη σύγχρονη μουσική γενικότερα, “Milestones” (1958) και “Kind of Blue” (1959). Φυσικά είχε και δικά του το ίδιο θρυλικά άλμπουμ ο Adderley, σαν το “SomethinElse”, στην Blue Note, το 1958, είναι όμως όλη η δισκογραφία του εκείνη που δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο, τη δημιουργικότητα και τον δικό του μοναδικό τρόπο να κινείται πάντα σε χώρους, που έφερναν την τζαζ σε επαφή με τους ευρύτερους ήχους της κάθε εποχής, καθώς η soul-jazz, το fusion, το improv ή και η ποπ κάποιες φορές ανακατεύονταν μαγικά στους δίσκους του, δημιουργώντας συχνά εκστατικές καταστάσεις.
Αυτήν ακριβώς την εποχή του γενικότερου fusion καταγράφει και τούτο το μοναδικό live από το παριζιάνικο Olympia, που μπορεί με άνεση να τοποθετηθεί δίπλα σε άλλους ιστορικούς δίσκους του Cannonball Adderley από εκείνη την περίοδο, όπως του “The Black Messiah” ας πούμε [Capitol, 1971]. Εξάλλου με το 20λεπτο track με τον ίδιο τίτλο, που ήταν σύνθεση του George Duke, ξεκινά το εν λόγω live – και καλύτερη εισαγωγή, εδώ που τα λέμε, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Κυρίαρχος του ηλεκτρικού πιάνου ο Duke, «σκάβει» διαρκώς, δημιουργώντας μοναδικούς ήχους, που ήταν πολύ δύσκολο να τους ακούσεις, τότε, «ζωντανά», από άλλους μουσικούς – με όλο το υπόλοιπο team να χτίζει πάνω σ’ αυτή την φοβερά groovy σύνθεση.
Το “Autumn leaves” που ακολουθεί (το πασίγνωστο στάνταρντ του Joseph Kosma), μπορεί να έπιασε κορυφή στο ιστορικό “SomethinElse” του ’58, με Miles, Art Blakey και λοιπούς, όμως και τούτη εδώ η 13λεπτη εκτέλεσή του είναι έξοχη, με άπιαστα ορμητικά παιξίματα από τον Cannonball στο άλτο και τον Nat στην κορνέτα, και με το υπόλοιπο ρυθμικό τμήμα να τρέχει με χίλια.
Το “Soli tomba”, σύνθεση του μπασίστα Booker, είναι βασικά ένα σόλο κοντραμπάσο με δοξάρι (με λιτή συνοδεία από τον Duke), για να ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος μ’ ένα κλασικό hard bop, το “Walk tall” του Joe Zawinul (αφιερωμένο στους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων), που είχε ακουστεί στο LP τού Cannonball Adderley Quintet “74 Miles Away / Walk Tall” [Capitol, 1967]. Είναι προφανές πως με τα τέτοια κομμάτια μια μπάντα σαν κι αυτή δεν γινόταν παρά να «πετάξει» (με τον Duke να παίζει και ρόλο... ρυθμικού κιθαρίστα μέσα από τα πλήκτρα του).
Το δεύτερο μέρος θα ανοίξει με μια επόμενη γιγαντιαία σύνθεση, το 20λεπτο και «Hancock-ικό» “Doctor Honoris Causa”, ξανά του Zawinul (παλαιού μέλους του κουιντέτου), που είχε ακουστεί στο πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, από το 1971. Η εκτέλεση είναι φουριόζα στην αρχή, λόγω Duke, αλλά στην πορεία, όταν οι Adderley θα αναλάβουν τα ηνία –πρώτα ο Cannonball, που θα αφήσει το άλτο, για να πιάσει το σοπράνο του, και έπειτα ο Nat– η ατμόσφαιρα θα αλλάξει, με το τελείωμα να ανήκει και πάλι στον Duke.
Τα επόμενα τρία κομμάτια θα απογειώσουν τον κόσμο, που χειροκροτεί εκστασιασμένος, καθώς αυτά είναι το ultra funkyHummin’” του Nat Adderley, που είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι, το 1969, ακολούθως το “Directions” του Joe Zawinul (από το LPThe Price you Got to Pay to be Free” του Cannonball Adderly Quintet, στην Capitol του 1970, περασμένο και στο ρεπερτόριο των Weather Report, δηλαδή του σούπερ γκρουπ του Zawinul από την ίδια εποχή, με Wayne Shorter και λοιπούς), που διαθέτει και εκτεταμένο σόλο ντραμς από τον McCurdy και τέλος το κλασικό “Mercy, mercy, mercy” (του Zawinul), που ανήκε προ πολλού και στο ρεπερτόριο της ποπ (The Buckinghams κ.λπ.).
Πολύ ωραία CD-έκδοση, που προσφέρεται μαζί με 20σέλιδο ένθετο, γεμάτο από σπάνιες φωτογραφίες και κείμενα (ανάμεσα και απόσπασμα μιας ανέκδοτης συνέντευξης του Nat Adderley από το 1983), ενώ υπάρχει και limited κυκλοφορία σε double LP 2.950 αντιτύπων.